- ωρολογητής
- ὁ, Α1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λογητής (< -λογῶ), πρβλ. ὁμο-λογητής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὡρολογητής — one that tells of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρολογητήν — ὡρολογητής one that tells of the masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)